- διάθερμος
- -η, -ο (Α διάθερμος, -ον)1. διάπυρος, υπέρθερμος2. ένθερμος, υπερενθουσιώδης, διαχυτικόςαρχ.αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία ή ευέξαπτο χαρακτήρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάθερμος — thoroughly warm masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθερμον — διάθερμος thoroughly warm masc/fem acc sg διάθερμος thoroughly warm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέρμου — διάθερμος thoroughly warm masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέρμῳ — διάθερμος thoroughly warm masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθερμοι — διάθερμος thoroughly warm masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek